ψυχαναλυτικός

ψυχαναλυτικός
-ή, -ό, Ν [ψυχαναλυτής]
ο σχετικός με την ψυχανάλυση («ψυχαναλυτική μέθοδος»).
επίρρ...
ψυχαναλυτικώς και ψυχαναλυτικά Ν
με ψυχανάλυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχαναλυτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχανάλυση: Στο εξωτερικό γίνονται πολλές ψυχαναλυτικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”